πέρσιος

πέρσιος
πέρσις
sacking
fem gen sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Πέρσιος, Φλάκος Αύλος — (Aulus Persius Flaccus, Βολτέρα 34 μ.Χ. – Ρώμη 62 μ.Χ.). Λατίνος σατιρικός ποιητής. Έχοντας διαμορφώσει τη σκέψη του σύμφωνα με τις στωικές αρχές, θέλησε, στις έξιΣάτιρέςτου σε εξάμετρα, να εκφράσει την αποδοκιμασία μιας αξιοπρεπούς συνείδησης… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • κλασικισμός — Αισθητική θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της τέχνης είναι μια παγκόσμια, αιώνια και αναλλοίωτη ιδέα του ωραίου. Το ωραίο, κατά την άποψη των υποστηρικτών της θεωρίας αυτής, προϋποθέτει την ύπαρξη ρυθμού, μέτρου και ήρεμης… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

  • Παλαίμων Κόιντος Ρέμμιος — Περίφημος γραμματικός και δάσκαλος, που έζησε στη Ρώμη την εποχή της αυτοκρατορίας του Τιβέριου και του Καλιγούλα. Αναφέρεται από τον Ιουβενάλιο. Ο Πέρσιος υπήρξε μαθητής του, και ο Κουιντιλιανός λέγεται ότι τον είχε επίσης δάσκαλο. Ο Σουιτόνιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”